- ἐνθουσιασταί
- ἐνθουσιαστήςperson inspiredmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενθουσιαστής — ο (θηλ. ενθουσιάστρια) (AM ἐνθουσιαστής) [ενθουσιάζω] νεοελλ. αυτός που μπορεί να συγκινηθεί μέχρι ενθουσιασμού μσν. οἱ ἐνθουσιασταί οι οπαδοί μιας εκκλησιαστικής αιρέσεως με γνωστικίζουσες τάσεις, αλλιώς Εὐχῑται, κατά τον 11ο μ.Χ. αιώνα αρχ.… … Dictionary of Greek